- ιππάζομαι
- ἱππάζομαι (Α) [ίππος]1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ' ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.)2. ιππεύω («ἱππάζομαι ἐφ' ἵππων», Ηρόδ.)3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν», Πλούτ.)5. (σπαν. ενεργ.) ἱππάζωιππεύω.
Dictionary of Greek. 2013.